-
1 ναυ-άγιον
ναυ-άγιον, τό, ion. ναυήγιον, Schiffstrümmer, Wrack; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. ἐρείδω); Tragg., ϑάλασσα ναυαγίων πλήϑουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσϑαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσϑαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν πέδον, Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = ναυαγία, vgl. Lob. Phryn. 519.
См. также в других словарях:
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek